ἄθερμος

ἄθερμος
ἄθερμος
without warmth
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άθερμος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι θερμός: Ο φούρνος τώρα ήταν άθερμος. 2. αυτός που δεν έχει θέρμη, πυρετό: Μέρες τώρα είμαι άθερμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άθερμος — η, ο (Α ἄθερμος, ον) ο δίχως θερμότητα, ο μη θερμός νεοελλ. 1. αθέρμαστος* 2. αθέρμιστος* 3. το ουδ. ως ουσ. το άθερμο, αθέρμιστο* λάδι, αγουρόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θερμός < θέρμη] …   Dictionary of Greek

  • ἄθερμον — ἄθερμος without warmth masc/fem acc sg ἄθερμος without warmth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέρμῳ — ἄθερμος without warmth masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθερμοι — ἄθερμος without warmth masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρμη — I Αρχαία μακεδονική πόλη του Θερμαϊκού κόλπου, στα ερείπια της οποίας, κατά τον Στράβωνα, χτίστηκε η Θεσσαλονίκη το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος όμως διαχωρίζει τη Θ. από τη Θεσσαλονίκη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως ήταν η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”